ακρατησία

ακρατησία
ἀκρατησία, η (Α) [ἀκρατής]
η αδυναμία συγκράτησης
«ακρατησία σπέρματος», κατάσταση κατά την οποία το σπέρμα δεν μπορεί να παραμείνει μέσα στη μήτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀκρατησία — ἀκρατησίᾱ , ἀκρατησία want of control fem nom/voc/acc dual ἀκρατησίᾱ , ἀκρατησία want of control fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”